συμπιέζω

συμπιέζω
μετ.
1) давить, сжимать; прессовать, спрессовывать; уплотнять; 2) прям. , перен. нагнетать; 3) снижать, сокращать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμπιέζω" в других словарях:

  • συμπιέζω — συμπιέζω, συμπίεσα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπιέζω — συμπίεσα, συμπιέστηκα, συμπιεσμένος 1. πιέζω και ελαττώνω έτσι τον όγκο κάποιου: Στις ατμομηχανές ειδικό έμβολο συμπιέζει τον ατμό και προκαλείται έτσι η κίνηση. 2. «Συμπιέζω το κόστος», περιορίζω το κόστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπιέζω — ΝΜΑ 1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • συμπιέζει — συμπιέζω press imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) συμπιέζω press pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμπιέζω press pres ind mp 2nd sg συμπιέζω press pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιεζουσῶν — συμπιέζω press pres part act fem gen pl (attic epic doric) συμπιέζω press pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιεζούσης — συμπιέζω press pres part act fem gen sg (attic epic) συμπιέζω press pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιεζόμενον — συμπιέζω press pres part mp masc acc sg συμπιέζω press pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιέζουσι — συμπιέζω press pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμπιέζω press pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιέσαι — συμπιέζω press aor inf act συμπιέσαῑ , συμπιέζω press aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπιέσαντα — συμπιέζω press aor part act neut nom/voc/acc pl συμπιέζω press aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπιέζειν — συμπιέζω press pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»